Όψεις λογοκρισίας στην Ελλάδα
εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2008
Επιμέλεια:
Γ. Ζιώγας, Λ. Καραμπίνης, Γ. Σταυρακάκης, Δ. Χριστόπουλος
Το βιβλίο Όψεις Λογοκρισίας στην Ελλάδα εκδόθηκε το Μάρτιο του 2008. Αποτελεί ένα συλλογικό τόμο για το φαινόμενο της λογοκρισίας, με μια ιδιαίτερη έμφαση στα εικαστικά έργα. Το φαινόμενο της λογοκρισίας είναι υπαρκτό στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Μια σειρά από μάλλον δυσάρεστα συμβάντα αναδεικνύουν, με αξιοσημείωτη μάλιστα και καταγεγραμμένη πια συχνότητα, την απροθυμία της ελληνικής κοινωνίας να εξοικειωθεί ή έστω να ανεχτεί αυτό που ηθικά ή πολιτικά αποστρέφεται, αλλά και την αδυναμία της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών» να παρέμβει και να θέσει το ζήτημα σε δημόσια διαβούλευση. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι, αν και κατά καιρούς υπήρξαν μεμονωμένες προσεγγίσεις αλλά και αξιόλογες ερευνητικές πρωτοβουλίες σε σχέση με την ιστορία, το περιεχόμενο και την πρακτική της λογοκρισίας στην Ελλάδα, ως σήμερα ωστόσο, δεν έχει υπάρξει μια ευρύτερη ανάδειξη και πραγμάτευση του ζητήματος, η οποία να συνδυάζει το καλλιτεχνικό αίτημα με την ερευνητική προσέγγιση.
Ο παρών τόμος επιχειρεί να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Πρόκειται για το εκδοτικό επιστέγασμα μιας προσπάθειας της οποίας την εμβληματική αφετηρία αποτέλεσε η 10η Δεκεμβρίου 2003, ημερομηνία αποκαθήλωσης του εικαστικού έργου «Asperges me» του καλλιτέχνη Thierry de Cordier από την έκθεση Outlook. Την εποχή εκείνη η ομάδα «Πλατφόρμες», λειτουργούσε ήδη ως χώρος εικαστικής και θεωρητικής παρέμβασης, αναζητώντας διαύλους επικοινωνίας με τα τμήματα εκείνα της ελληνικής «κοινωνίας των πολιτών», τα οποία, από διαφορετική της εικαστικής οπτική, επιθυμούσαν να αρθρώσουν ένα συντεταγμένο, παρεμβατικό άλλα και συνάμα στοχαστικό λόγο, σε σχέση με το φαινόμενο της λογοκρισίας.
Οι Πλατφόρμες ήρθαν έτσι σε επαφή με την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, την παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση που δραστηριοποιείται στο χώρο των δικαιωμάτων, με ιδιαίτερη δε έμφαση σε ζητήματα που άπτονται της ελευθερίας του λόγου και της τέχνης. Οι επαφές που δρομολογήθηκαν ανάμεσα στους δύο χώρους οδήγησαν στη διοργάνωση μιας ημερίδας που έλαβε χώρα την 18η Μαρτίου 2005, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με τίτλο «Ελευθερίες / Λογοκρισίες». Σε σημαντικό βαθμό, ο συλλογικός αυτός τόμος αποτυπώνει επεξεργασμένες τις περισσότερες από τις εισηγήσεις των συγγραφέων στην ημερίδα εκείνη, αλλά και μια σειρά από άλλα κείμενα τα οποία οι δημιουργοί τους ευγενώς προσέφεραν για τις ανάγκες της ανά χείρας έκδοσης.
Το βιβλίο αυτό επιχειρεί έναν κατά το δυνατό παραγωγικό συνδυασμό βιωματικού και αναλυτικού λόγου σε σχέση με το φαινόμενο της λογοκρισίας. Στο πλαίσιο του βιωματικού λόγου, γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής του λογοκριτικού φαινομένου, κυρίως μέσω της ανάδειξης εμπειριών λογοκρισίας που εντοπίζονται κυρίως στον εικαστικό χώρο, αλλά και στο χώρο του τύπου. Η εμπειρία της λογοκρισίας καταγράφεται με τον τρόπο αυτό στην εισαγωγική ενότητα του βιβλίου «Βιώνοντας τη λογοκρισία», υπό την επιμέλεια του Λεωνίδα Καραμπίνη, αλλά και στην τελευταία ενότητά του, υπό την επιμέλεια και σχολιασμό του Γιάννη Ζιώγα, όπου γίνεται τεκμηριωμένη αναφορά σε «Στιγμές ελληνικής εικαστικής λογοκρισίας», που καλύπτουν την περίοδο από το 1945 έως και σήμερα - τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και το παράρτημα, στο οποίο αναπαράγονται αυτούσια σχετικά κείμενα και έγγραφα. Οι δύο ενδιάμεσες ενότητες του τόμου καλύπτουν τις, κατά την άποψη των επιμελητών, θεμελιώδεις εκφορές του λογοκριτικού λόγου στις μέρες μας.
Η ενότητα που τιτλοφορείται «Λογοκρισία και δικαιώματα», υπό την επιμέλεια του Δημήτρη Χριστόπουλου, πραγματεύεται κατά μείζονα λόγο το ζήτημα της λογοκρισίας - σε περιπτώσεις βλάσφημων έργων τέχνης - από το κράτος, αλλά και τις αντιστάσεις που μπορεί να παρέχει εναντίον της λογοκρισίας το νομικό οπλοστάσιο των δικαιωμάτων. Η ενότητα που ακολουθεί, σε επιμέλεια του Γιάννη Σταυρακάκη και με γενικό τίτλο «Αντινομίες ελευθερίας - λογοκρισίας», αναδεικνύει την ιδιαίτερη κρισιμότητα των διάσπαρτων - όχι αποκλειστικά κρατικών - μορφών λογοκρισίας που όχι μόνο καταστέλλουν ή προλαμβάνουν, αλλά τελικά διαμορφώνουν πλέον τον δημόσιο - καλλιτεχνικό ή άλλο - λόγο στις κοινωνίες μας. Δεν είναι περιττό, τέλος, να τονίσουμε ότι προφανώς κανένα βίωμα δεν προσφέρεται αδιαμεσολάβητο από προσλήψεις και ιδέες, ενώ αντιστρόφως, καμία θεωρητική ανάλυση δεν μπορεί να δραπετεύσει από την υποκειμενικότητα του δημιουργού της, όσο και εάν επιθυμεί να παρέχει εχέγγυα επιστημονικής ή άλλης αμεροληψίας.
Ελπίζουμε ότι η συλλογική αυτή προσπάθεια θα συμβάλει, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, σε μια κριτική αναδιατύπωση των διαδεδομένων αντιλήψεων περί λογοκρισίας στην Ελλάδα και θα αναδείξει τη σημασία του ζητήματος για κάθε καλλιτέχνη, κάθε παραγωγό και δέκτη δημόσιου λόγου, αλλά και για κάθε ενεργό πολίτη.